φιλαργυρία

φιλαργυρία
φιλαργυρία, ας, ἡ (φιλάργυρος; Isocr. et al.; Polyb. 9, 25, 4; Diod S 7, 14, 5; Cebes 19, 5; Herodian 6, 9, 8; 4 Macc 1:26; TestJud 18:2; 19:1; AscIs 3:28; Philo; Jos., Bell. 2, 483; Tat.; Mel., P. 50, 366) love of money, avarice, miserliness w. other vices 2 Cl 6:4; Pol 2:2; 4:3; 6:1. As ῥίζα πάντων τῶν κακῶν the root of all the evils (Goodsp.) 1 Ti 6:10 or ἀρχὴ πάντων χαλεπῶν the origin of all that is acrimonious Pol 4:1 (cp. Hippocr., Ep. 17, 43 τούτων ἁπάντων αἰτίη ἡ φιλαργυρίη; Democritus in Gnomol. Vatican. 265 Sternbach [WienerStud 10, 1888, 231] Δημόκριτος τὴν φιλαργυρίαν ἔλεγε μητρόπολιν πάσης κακίας. Likew. Bion the Sophist in Stob., Eclog. III 417, 5 H.; Diog. L. 6, 50 μητρόπολιν πάντων τῶν κακῶν; Apollod. Com. 4 vol. III p. 280 Kock; also SibOr 2, 111; 8, 17).—JGeffcken, Kynika u. Verwandtes 1909, 38ff.—M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλαργυρία — φιλαργυρίᾱ , φιλαργυρία love of money fem nom/voc/acc dual φιλαργυρίᾱ , φιλαργυρία love of money fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίᾳ — φιλαργυρίαι , φιλαργυρία love of money fem nom/voc pl φιλαργυρίᾱͅ , φιλαργυρία love of money fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρία — η, ΝΜΑ [φιλάργυρος] υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τόν έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ. γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ… …   Dictionary of Greek

  • φιλαργυρία — η η υπερβολική αγάπη προς το χρήμα, η φιλοχρηματία, η τσιγκουνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαργυρίας — φιλαργυρίᾱς , φιλαργυρία love of money fem acc pl φιλαργυρίᾱς , φιλαργυρία love of money fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίαι — φιλαργυρία love of money fem nom/voc pl φιλαργυρίᾱͅ , φιλαργυρία love of money fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίαν — φιλαργυρίᾱν , φιλαργυρία love of money fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίαις — φιλαργυρία love of money fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίη — φιλαργυρία love of money fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαργυρίης — φιλαργυρία love of money fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”